- ζαρταλούδι
- τοη ζερδελιά*.[ΕΤΥΜΟΛ. < περσ. zardalu (> τουρκ. zerdali «άγριο βερίκοκο») το οποίο είναι σύνθετο από zard «κίτρινος, χρυσαφής» + ālū «φρούτο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζέρδελο — και ζαρδαλί και ζέρδελο και ζαρταλούδι, το ο καρπός τής βερικοκιάς, το βερίκοκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zerdeli < ινδ. zardalu] … Dictionary of Greek